γουανίνη

γουανίνη
Βασικό συστατικό των νουκλεϊνικών οξέων, του τύπου C5H5N5O. Μαζί με την αδενίνη αποτελούν φυσικά παράγωγα των πουρινών (η χημική της ονομασία είναι 2-αμινο-6-υδροξυπουρίνη). Απαντά σε δύο ταυτομερείς μορφές. Είναι λευκοκίτρινη άμορφη ουσία, μπορεί να παρασκευαστεί με υδρόλυση των νουκλεϊνικών οξέων και συνθετικά από την 2,6,8-τριχλωροπουρίνη με επίδραση αρχικά αλκαλίων και θέρμανση, μετά αμμωνίας και τέλος αναγωγή. Είναι αδιάλυτη στο νερό και στην αλκοόλη, σχηματίζει άλατα με οξέα και βάσεις και αν θερμανθεί με υδροχλωρικό οξύ και χλωρικό κάλιο οξειδώνεται και δίνει διοξείδιο του άνθρακα, γουανιδίνη και παραβανικό οξύ (C3H2N2O3). Η γ. αποτελεί το κύριο συστατικό των εκκρίσεων των αραχνών και των πτηνών· ανακαλύφΘηκε σε γκουανό απ’ όπου έλαβε την ονομασία της.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • δεοξυριβονουκλεϊνικό οξύ — (DNA). Μακρομόριο που υπάρχει σε κάθε ζωντανό οργανισμό (συμπεριλαμβανομένων ορισμένων ιών) και έχει σπουδαίο βιολογικό ρόλο, γιατί διατηρεί και μεταφέρει γενετικές πληροφορίες σχετικά με τη δομή, την εξέλιξη και τα χαρακτηριστικά όλων των… …   Dictionary of Greek

  • αναπαραγωγή — Χαρακτηριστική λειτουργία όλων των ζωντανών συστημάτων, που έχει ως αποτέλεσμα την εμφάνιση, συνέχιση και εξέλιξη του φαινομένου της ζωής σε νέους οργανισμούς, με τελικό επακόλουθο τη διατήρηση και διαιώνιση του είδους τους. Η α. είναι απόλυτα… …   Dictionary of Greek

  • νουκλεοπρωτεΐνες — Οργανικές ενώσεις όξινης αντίδρασης, που σχηματίζονται από την ένωση μιας απλής πρωτεΐνης με μια προσθετική ομάδα, το νουκλεϊνικό οξύ. Ανήκουν συνεπώς στην ομάδα των συνεζευγμένων πρωτεϊνών και ονομάστηκαν ν. επειδή απομονώθηκαν, για πρώτη φορά,… …   Dictionary of Greek

  • κωδικόνιο — Ομάδα τριών νουκλεοτιδικών βάσεων στο DNA ή στο RNA, η οποία παρέχει την πληροφορία για την προσθήκη ενός συγκεκριμένου αμινοξέος κατά τη σύνθεση μιας πολυπεπτιδικής αλυσίδας. Το σύνολο των κ. με τα αντίστοιχα αμινοξέα για τα οποία κωδικοποιούν… …   Dictionary of Greek

  • πουρίνη — η, Ν χημ. οργανική ένωση τής ετεροκυκλικής σειράς που χαρακτηρίζεται από διπλό δακτύλιο ατόμων άνθρακα και αζώτου και η οποία δεν απαντά στη φύση αλλά η δομή της ανευρίσκεται σε πάμπολλες οργανικές ενώσεις φυσικής προέλευσης, γνωστές ως… …   Dictionary of Greek

  • τακαδιάσταση — η, Ν (βιοχ.) ριβονουκλεάση η οποία διασπά ειδικά το ριβονουκλεϊκό οξύ (RNΑ) στο επίπεδο ενός δεσμού, όπου υπεισέρχεται η γουανίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. taka diastase, εμπορική ονομασία] …   Dictionary of Greek

  • εγκάρσιες μεταλλάξεις — Οι μεταλλάξεις που οδηγούν στην αλλαγή της αζωτούχας βάσης στο μόριο του δεσοξυριβονουκλεϊκού οξέος (DNA). Κατά τις μεταλλάξεις αυτές η πουρινική βάση (αδενίνη, θυμίνη) αντικαθίσταται με πυριμιδινική (γουανίνη, κυτοσίνη) ή αντίστροφα. Οι… …   Dictionary of Greek

  • ετεροκυκλικές ενώσεις — Ακόρεστες οργανικές ενώσεις με δομή πενταμελούς ή εξαμελούς δακτυλίου. Το χαρακτηριστικό αυτό των ενώσεων, από το οποίο και προκύπτει η ονομασία τους, είναι η παρουσία μέσα στον δακτύλιο ενός ή περισσότερων ατόμων διαφορετικών από τον άνθρακα που …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”